- μωμητικός
- μωμητικός, -ή, -όν (Α) [μωμητής]αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωμητικῶν — μωμητικός censorious fem gen pl μωμητικός censorious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητικοί — μωμητικός censorious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητικούς — μωμητικός censorious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)